επιρρωγολογούμαι

επιρρωγολογούμαι
ἐπιρρωγολογοῡμαι, -έομαι (Α)
1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν
2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι
καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + -λογούμαι, τού -λογώ* «μαζεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”